-
1 περιπνιγής
περι-πνῐγής, ές,A suffocated, choked, Nic. Th. 432, J.AJ7.13.3 ;ὑπὸ τοῦ θνμοῦ Agatharch.76
;τῇ τῆς ἀναπνοῆς φθορᾷ D.S.38.4
:—also [suff] περί-πνῑγος, ον, Sch.Nic.Th. 432.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπνιγής
См. также в других словарях:
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek